- τρικολόρε
- τοάκλ. (λ. ιταλ.), τριχρωμία (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τρικολόρε — Ν (άκλ. επίθ.) τρίχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tricolore < tri (πρβλ. τρι *) + colore «χρώμα»] … Dictionary of Greek